διπλάσιος

διπλάσιος
διπλάσιος
Grammatical information: adj.
Meaning: `twofold, double' (Thgn.).
Other forms: also διπλασίων (Arist.). Ion. διπλήσιος
Derivatives: διπλασιάζω `redouble' (Att. etc.) with διπλασιασμός and διπλασίασις, διπλασιαστικός.
Origin: IE [Indo-European] [802] *du̯i-pl̥-to- `two-fold'
Etymology: From a verbal adjectiv *δί-πλατος formally changed after the ιο-adjectives like ἀμβρόσιος from ἄμβροτος, διφάσιος from δίφατος etc. (Schwyzer 466, Chantr. Form. 41). The basis is a verb meaning `to fold' (IE *pel-), cf. ἁπλόος etc. (s. v.). Goth. ain-falÞs `one-fold \> simple' and other Germanic formations contain a word for `fold', ONo. faldr m., PGm. *fálÞa-z, IE *pól-tos, formed like φόρ-τος a. o. - Ion. διπλήσιος is an innovation after παραπλήσιος a. o., hell. διπλασίων after the comparatives in -ίων (Schwyzer 598 n. 10, 536 n. 3), διπλάδιος (AP, pap.) after διχθάδιος etc. (cf. Schwyzer 467).
Page in Frisk: 1,397-398

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διπλάσιος — twofold masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλάσιος — α, ο (AM διπλάσιος, α, ον Α και διπλήσιος, α, ον) 1. ο δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος 2. το ουδ. ως ουσ. το διπλάσιο ποσό ή αξία δύο φορές μεγαλύτερη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *δίπλατος + ιος (πρβλ. αμβρόσιος < άμβροτος, διφάσιος < δίφατος) …   Dictionary of Greek

  • διπλάσιος — α, ο επίρρ. α δύο φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος από κάποιον άλλο: Τώρα πληρώνομαι διπλάσια για τη δουλειά που κάνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διπλασίω — διπλάσιος twofold masc/neut nom/voc/acc dual διπλάσιος twofold masc/neut gen sg (doric aeolic) διπλάζω double fut ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασίων — διπλάσιος twofold fem gen pl διπλάσιος twofold masc/neut gen pl διπλάζω double fut part act masc nom sg (doric) διπλασίων duplicate masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασίως — διπλάσιος twofold adverbial διπλάσιος twofold masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλάσιον — διπλάσιος twofold masc acc sg διπλάσιος twofold neut nom/voc/acc sg διπλασίων duplicate masc/fem voc sg διπλασίων duplicate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλήσιον — διπλάσιος twofold masc acc sg (ionic) διπλάσιος twofold neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασιώτερα — διπλάσιος twofold neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασίαις — διπλάσιος twofold fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασίην — διπλάσιος twofold fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”